Γιατί, Κύριε; ...
“Γιατί, Κύριε;” Αὐτή εἶναι ἡ πολυσυνηθισμένη φράσις πού λέγεται ἀπό κάθε ἄνθρωπο, κάθε φορά πού περνάει δύσκολες ὧρες στήν ζωή του.
Ὅταν μάλιστα ἡ μία θλῖψις διαδέχεται τήν ἄλλη, ὅταν τήν μιά στενοχώρια ἀκολουθῆ ἡ ἄλλη, ὅταν τό ἕνα βάσανο συνοδεύεται ἀπό ἕνα ἄλλο, τότε εἶναι, θά λέγαμε, φυσικό ὁ ἄνθρωπος νά ἐρωτᾶ τόν Θεό.
«Γιατί, Κύριε, τόσος πόνος καί τόση θλῖψις στήν ζωή μου; Γιατί ἐπιτρέπεις τόσο σκληρά νά ὑποφέρω;».
Εἶναι πολύ ἀνθρώπινο, ἐκεῖνος πού δέχεται ἀλλεπάλληλα χτυπήματα στήν ζωή του νά ἀπευθύνεται στόν Θεό, ζητώντας νά τοῦ δοθῆ κάποια ἀπάντησις στήν ἀπορία του ἤ στό παράπονό του.
Σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατάστασι εὑρισκόμενος ὁ Δαυΐδ, ἔπειτα ἀπό τά σκληρά χτυπήματα πού δέχεται, προβάλλει τό ἐνδόμυχο παράπονό του στόν Θεό: Γιατί, Θεέ μου, νά ὑποφέρω τόσο πολύ; Γιατί τόσοι ἄνθρωποι μέ θλίβουν καί μέ στενοχωροῦν;
Γιατί τό σπλάγχνο μου, τό παιδί μου, ἔγινε ὁ ἄσπονδος ἐχθρός μου; Γιατί τόσοι ἄνθρωποι μέ περικυκλώνουν ἀπειλητικά, μέ ἀκονισμένα τά σπαθιά τους;
Ἄνθρωποι καί δαίμονες ἀπειλοῦν τόν Δαυΐδ καί τοῦ δηλώνουν κατηγορηματικά: «Γι’ αὐτόν ὅλα τελείωσαν. Τό βασίλειό του τό ἔχασε. Θά χάση καί τήν ζωή του. Ὁ Θεός τόν ἐγκατέλειψε. Ἄς μήν ἐλπίζη πιά σ’ Αὐτόν».
Αὐτά κηρύττουν οἱ πολέμιοί του. Αὐτά παραγγέλλουν οἱ ἐχθροί του. Καί ὁ Δαυΐδ; Στούς ἑπόμενους στίχους τοῦ ψαλμοῦ θά δοῦμε πῶς τούς ἀντιμετωπίζει καί πῶς τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του στίς κρίσιμες ὧρες τῆς σκληρῆς δοκιμασίας.
Σέ παρόμοιες περιπτώσεις, μ’ αὐτές πού βρέθηκε ὁ Δαυΐδ, πολλές φορές βρισκόμαστε καί ἐμεῖς. Ὅλοι μας στήν ζωή αὐτή δοκιμαζόμαστε. Ὅλοι μας πίνουμε γουλιά-γουλιά ἀπ’ τό πικρό ποτήρι τῶν θλίψεων. Ὁ καθένας μας, ἀσφαλῶς, γνωρίζει τά δικά του βάσανα.
Πικραίνεται ἡ μάνα ἀπό τό παιδί, ὅπως καί τό παιδί ἀπό τήν μάνα. Βασανίζεται ἡ γυναῖκα ἀπό τόν ἄνδρα, ὅπως καί ὁ ἄνδρας ἀπό τήν γυναῖκα. Ὑποφέρει ἡ νύφη ἀπό τήν πεθερά, ὅπως καί ἡ πεθερά ἀπό τήν νύφη.
Βασανίζεται ὁ μεγάλος ἀδελφός ἀπό τόν μικρό, ὅπως καί ὁ μικρός ἀπό τόν μεγάλο. Πικραίνεται ὁ ἕνας φίλος ἀπό τόν ἄλλον. Ἀλληλοστενοχωροῦνται οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους.
Ὑποφέρει ὁ ἄρρωστος στό κρεββάτι τοῦ πόνου, ὁ φυλακισμένος, πού κάποια παρατιμονιά του τόν ὡδήγησε στήν φυλακή, ἡ χαροκαμένη γυναῖκα πού ἔχασε τόν ἄνδρα της καί τό ταλαιπωρημένο ὀρφανό πού ἔχασε τούς γονεῖς του.
Καί εἶναι ὁ κόσμος αὐτός, χωρίς καμμιά ἀμφιβολία, ζυμωμένος μέ πολλά δάκρυα, ποτισμένος μέ ποτάμια αἵματος καί τσακισμένος καί βασανισμένος ἀπό ἀτέλειωτες θλίψεις καί δοκιμασίες.
Σέ τέτοιες στιγμές δοκιμασίας ἄκουσε καί ὁ δικός μας φύλακας ἄγγελος νά λέμε τό «Γιατί, Κύριε;». Στά χείλη τοῦ χριστιανοῦ, ὅμως, αὐτό τό «γιατί» δέν ἔχει τόση πίκρα καί εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπό τά στοιχεῖα τοῦ γογγυσμοῦ.
Ὁ χριστιανός πού γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δέν βλέπει τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες σάν μιά κατάρα, ἀλλά σάν μιά εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανός γνωρίζει ὅτι ἡ παροῦσα ζωή εἶναι γεμάτη ἀπό θλίψεις καί δοκιμασίες.
Τό εἶπε ὁ Χριστός μας ἁπλά καί κατηγορηματικά: «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε, ἀλλά θαρσεῖτε…» (Ἰωάν. ιστ΄, 33).
Ἡ ἐπίγειος ζωή τοῦ Χριστοῦ στάθηκε πάντα ζωή σταυρική. Καί ὁ χριστιανός πού θέλει νά εἶναι ἄξιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, δέν μπορεῖ νά ἀρνῆται τήν ἐσταυρωμένη ζωή.
Ὁ χριστιανός γνωρίζει πόσο εὐεργετικά ἐπιδροῦν στόν ἐξαγιασμό τῆς καρδιᾶς του οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες. Γιά τόν χριστιανό, τά βάσανα καί τά ἀλλεπάλληλα χτυπήματα τῆς ζωῆς εἶναι τό καμίνι πού καθαρίζει τήν ψυχή, ὅπως ἀκριβῶς καθαρίζει ἡ φωτιά τό χρυσάφι.
Καί ὅσες φορές ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαμωμένος ἀπό τό βάρος τῶν δοκιμασιῶν, ἀποτολμᾶ τό «Γιατί Κύριε;» θά παίρνη μυστικά μέσα του μιά ἀπάντησι: «Διότι ἐπιθυμῶ τόν ἁγιασμό σου καί λαχταρῶ σάν ἄγγελο νά σέ δῶ στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Μπορεῖ κανείς νά ἔχη ἀντιρρήσεις; Ἀσφαλῶς, ὄχι!
Πηγή: Ἀρχιμανδρίτου π. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΖΗΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Ψαλῷ τῷ Θεῷ μου»,
(Μια Νέα δημοσίευση από έναν διαχειριστή)